- υποκρίνομαι
- ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποκρίνω ΜΑ [κρίνω, -ομαι]1. παριστάνω πρόσωπο σε θεατρικό έργο, υποδύομαι έναν ρόλο («Ἀντιγόνην δὲ Σοφοκλέους πολλάκις μὲν Θεόδωρος... ὑποκέκριται», Δημοσθ.)2. προσποιούμαι (α. «υποκρίθηκε ότι δεν συμβαίνει τίποτε» β. «μηδὲ τῇ φωνῇ δακρύειν ὑποκρινόμενον τὴν ἐκείνων τύχην», Δημοσθ.)νεοελλ.(αμτβ.) υποκρύπτω τις σκέψεις ή τα αισθήματά μου, είμαι υποκριτήςμσν.1. ενεργ. χωρίζω λίγο («ἑαυτὸν ἀποκρίνων ἢ ὑποκρίνων, ὅ ἐστι τῶν ἄλλων ἀποχωρίζων, ὑποκρινόμενος», Ευστ.)2. μέσ. παριστάνω κάτι δραματικά («ἀνεγνώσθη Ἰαμβλίχου δραματικόν, ἔρωτας ὑποκρινόμενον», Φώτ.)αρχ.1. ενεργ. ανακρίνω («ὑποκρίνουσι τοὺς ἀντιδίκους», Ανέκδοτα Βεκκήρου)2. μέσ. α) απαντώ, αποκρίνομαι («ταῡτα μὲν ἡ Πυθίη ὑπεκρίνατο τοῑσι Λυδοῑσι», Ηρόδ.)β) ερμηνεύω, εξηγώ («τοὺς ὀνείρους ὑποκρίνομαι», Αλκίφρ.)γ) (για ρητοροδιδάσκαλο) απαγγέλλωδ) μιμούμαιε) παριστάνω κάτι με υπερβολικό τρόπο, μεγαλοποιώ («τοσούτοις ὕστερον χρόνοις αιτίας καὶ σκώμματα καὶ λοιδορίας συμφορήσας ὑποκρίνεται», Δημοσθ.)στ) εξαπατώ.
Dictionary of Greek. 2013.